ανειμων

ανειμων
    ἀνείμων
    ἀν-είμων
    2, gen. ονος не имеющий одежд Hom.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανειμων" в других словарях:

  • ανείμων — ἀνείμων, ον (Α) γυμνός, χωρίς ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + είμα «ένδυμα»] …   Dictionary of Greek

  • ἀνείμων — without clothing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνείμονα — ἀνείμων without clothing neut nom/voc/acc pl ἀνείμων without clothing masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνείμονας — ἀνείμων without clothing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνείμονες — ἀνείμων without clothing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνείμονι — ἀνείμων without clothing dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνείμονος — ἀνείμων without clothing gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνείμοσι — ἀνείμων without clothing dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είμα — εἷμα, το (Α) 1. ένδυμα, ιμάτιο 2. στρωσίδι, σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fεσ μα, με σίγηση τού σ και αντέκταση τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. Fεσ απαντά στο έννυμι*. Η λ. είμα, τής οποίας πιο εύχρηστος είναι ο πληθ. είματα, αντιστοιχεί… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՀԱՆԴԵՐՁ — ( ) NBH 1 0180 Chronological Sequence: Early classical, 6c ա. Պակասեալ ʼի հանդերձից. անվերարկու. եւ մերկ. առանց պատանաց. ἁνείμων non vestitus, male vestitus եւ nudus եւ ἅταφος insepultus *Անհանդերձք, միայն պատմուճանօք: Ոչ միայն անհանդերձ, այլ եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»